- επίφυτος
- -η, -ο [επιφύω]αυτός που αναπτύσσεται πρόσθετα ή νοσηρά πάνω σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιφυτικός — ἐπιφυτικός, ή, όν (Α) [επίφυτος] αυτός που ξεπερνά, που είναι πάνω από τη φύση μας («τὴν ἐπιφυτικὴν τῆς ψυχῆς ἡμῶν κίνησιν», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek